ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ 289η
Χ Ρ Υ Σ Ο Σ Τ Ο Μ Ο Σ
ΕΛΕῼ ΘΕΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΤΗΣ ΑΓΙΩΤΑΤΗΣ
ΚΑΙ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΠΑΤΡΩΝ
Πρός
τό Χριστεπώνυμον Πλήρωμα
τῆς Ἱερᾶς καί Ἀποστολικῆς Μητροπόλεως Πατρῶν
Παιδιά μου εὐλογημένα,
Σήμερα ποὺ ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία ἑορτάζει τὴν Κοίμηση τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἀγάλλεται ὁ οὐρανὸς καὶ συγχορεύει ἡ γῆ, ἀφοῦ μεταβαίνει πρὸς τὴν Ζωή ἡ πανάμωμος καὶ πανύμνητος Παρθένος.
Ὁ ἱερὸς Ὑμνογράφος πῆρε τόν αἶνον τῶν ἀγγέλων καὶ τόν ὓμνο τῶν ἀνθρώπων καὶ τά ἔκανε ὠδὴ ἑόρτια. «Τὴ ἐνδόξῳ κοιμήσει Σου, οὐρανοὶ ἐπαγάλλονται καὶ ἀγγέλων γέγηθε τὰ στρατεύματα. Πᾶσα ἡ γῆ δὲ εὐφραίνεται, ὠδὴν σοι ἐξόδιον προσφωνοῦσα τῇ μητρὶ τοῦ τῶν ὅλων δεσπόζοντος ἀπειρόγαμε....».
Ἡ Παναγία μας ὡς ἄνθρωπος, εἶχε τὴν θνητότητα καὶ τὴν παθητότητα, γι’ αὐτὸ καὶ ἀπέθανε ὅπως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι. Τὰ παραπάνω εἶναι συνέπειες τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, τό ὁποῖο ἡ Παναγία ἐκληρονόμησε ἀπὸ τοὺς γονεῖς της. Ὅμως ὁ θάνατος τῆς Παναγίας μας ὀνομάζεται «κοίμησις» καὶ μάλιστα «ἔνδοξος κοίμησις».
Μέσα ἀπὸ αὐτό τό γεγονός, τήν κοίμησή της δηλ, ἡ Παναγία μας ἐδοξάσθη, ὡς Μητέρα τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ. Δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ συμβῇ διαφορετικά, ἀφοῦ ἡ Μαριάμ, ἀνεδείχθη τὸ δοχεῖον τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, ἐκυοφόρησε, ἐγαλούχησε καὶ κράτησε στὰ Ἄχραντα χέρια της, τὸν τοῦ κόσμου Ποιητὴν καὶ Θεόν καί Κύριον.
Ἡ κοίμησή της δὲν κράτησε πολύ, παρά μόνο τρεῖς ἡμέρες, ἀφοῦ ὁ Ὑιός καί Θεός της, τὴν μετέστησε στοὺς οὐρανούς. Ἡ δική μας κοίμηση, θὰ διαρκέσῃ ἕως τῆς Δευτέρας παρουσίας, ὁπότε ὁ Κύριος καί Θεός μας, θὰ ἀναστήσῃ τὰ σώματά μας, μὲ τὴν θεία καὶ ζωοποιό ἐνέργειά Του.
Ἡ δόξα τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου φαίνεται ἀπὸ τὸ ὅτι τὴν εἰδοποίησε ὁ Κύριος, ὅτι θὰ ἀπέλθῃ τοῦ κόσμου τούτου, ἀπό τό ὃτι εἶχε τὴν μακαρία τελείωση τῶν θεουμένων, ὡς τό κατ’ ἐξοχήν θεούμενον πρόσωπον, ὅτι συγκεντρώθησαν θεαρχίῳ νεύματι, οἱ θεοφόροι Ἀπόστολοι, ὅτι ἔψαλαν ἄγγελοι καὶ ἄνθρωποι ὠδάς ἐξοδίους καί ἀπό τό ὃτι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος παρέλαβε τὴν παναγία της ψυχή.
Ὅλα αὐτὰ φαίνονται καί δηλώνονται χαρακτηριστικὰ μέσα ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη παράδοση, τὴν Θεολογία τῶν Ἁγίων Πατέρων, τὴν ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας καί ἀπὸ τὸν τρόπο ἑορτασμοῦ τῆς μεγάλης αὐτῆς ἑορτῆς.
Μέσα ἀπὸ τὴν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου, βλέπομε καὶ συνειδητοποιοῦμε ὅτι γιὰ τοὺς ἁγίους, τοὺς ἀνθρώπους τοῦ Θεοῦ, θάνατος δὲν ὑπάρχει, διότι κατηργήθη διὰ τοῦ θανάτου καὶ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου.
Ἡ ζωὴ τῶν ἁγίων μας, δείχνει τὴν νίκη ἐναντίον τοῦ θανάτου καὶ τὴν οὐσιαστικὴ κοινωνία τους καὶ ἓνωσή τους μὲ τὸν Ἰησοῦ Χριστό.
Ἡ Κοίμηση τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, μᾶς βεβαιώνει ὅτι ἡ μετάβαση τοῦ ἁγίου ἀνθρώπου ἀπὸ τὰ πρόσκαιρα καὶ ἐπίγεια στὰ αἰώνια καὶ οὐράνια εἶναι γεγονὸς θριαμβευτικὸ καὶ ἔνδοξος κοίμησις. Γι’ αὐτὸ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέγει: «Τί δεδοίκατε τὸν καταργηθέντα θάνατον; Οὐκέτι φοβερός ἐστί... Στῶμεν γενναίως καταγελῶντες τοῦ θανάτου». Δηλ «Τί φοβᾶσθε τὸν θάνατον, ὁ ὁποῖος καταργήθηκε; Δὲν εἶναι πλέον φοβερός...Ἂς σταθοῦμε μέ γενναιότητα καταγελώντας τὸν θάνατο...»
Αὐτὸ τὸ βιώνομε μέσα στὸ Ἀναστημένο Σῶμα τοῦ Κυρίου ποὺ εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Μέσα στὴν Ἐκκλησία ὅλα μεταμορφώνονται, ὅλα ἀλλάζουν. Ἡ ζωὴ γίνεται φωτεινὴ καὶ ὅλη ἡ πορεία τοῦ ἀνθρώπου ἔχει προοπτικὴ καὶ στόχο τὸ «Πάσχα», τὸ πέρασμα δηλ. ἀπὸ τὸν θάνατο στὴ ζωή.
Πρὶν λίγες ἡμέρες βρέθηκα μπροστὰ σὲ μιά πονεμένη μητέρα, ἡ ὁποία πρόσφατα ἀποχωρίστηκε τὸ ἀγαπημένο παιδὶ της.
Ἒπρεπε νὰ τῆς πῶ λόγους παρηγορίας. Στὸν νοῦ μου ἦλθε ἡ μορφὴ τῆς Παναγίας μας, ἡ ὁποία πόνεσε πολὺ ὅταν εἶδε τὸν Υἱὸν καὶ Θεὸν Της, ἐπὶ Σταυροῦ, ἀδίκως κρεμάμενον.
«Σοῦ ἒχει, μήπως, περάσει ἀπό τόν νοῦ», τῆς εἶπα, «ὅτι ἔχει πεθάνει ἡ Παναγία καὶ δὲν σὲ ἀκούει, ὅτι δὲν ὑπάρχει ἡ Παναγία μας;»
«Τί λὲς Δέσποτα», μοῦ ἀπάντησε, «καὶ βέβαια ζεῖ ἡ Παναγία μας καὶ μᾶς ἀκούει».
«Ἐφ’ ὅσον ζεῖ ἡ Παναγία μας» τῆς ἀπήντησα, «ζεῖ καὶ τὸ παιδί σου στὸν οὐρανό, γιατί ὁ θάνατος ἔχει νικηθεῖ καὶ δὲν ὑπάρχει πλέον...»»